σκυλομούτσουνος

σκυλομούτσουνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκυλομούτσουνος" в других словарях:

  • σκυλομούτσουνος — η, ο, Ν σκυλομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούτσουνος (< μουτσούνα), πρβλ. στραβο μούτσουνος] …   Dictionary of Greek

  • σκυλομούτσουνος — η, ο σκυλομούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυλομούρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με τού σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος 2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούρης (< μούρη), πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»